ευρόθιος

ευρόθιος
εὐρόθιος, -ον (Α)
γρήγορος, ορμητικός («εὐρόθιοι κεραυνοί», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρόθιος «ο θορυβών» (< ρόθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”